- συλβινίτης
- Ορυκτό του καλίου (KCL). Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα, συνήθως σε εξάεδρα. Μοιάζει πολύ με το αλάτι (NaCL), από το οποίο διακρίνεται από την πικρή γεύση του. Το χρώμα του, κανονικά άσπρο, μπορεί να γίνει κόκκινο ή γαλάζιο από την παρουσία ακαθαρσιών. Τα δύο αυτά ορυκτά έχουν την ίδια προέλευση και βρίσκονται συνήθως μαζί.
Δείγμα του ορυκτού συλβινίτης.
* * *ο, Ν(πετρογρ.) διπλό χλωριούχο άλας τού νατρίου και τού καλίου το οποίο χρησιμοποιείται ως λίπασμα και ως πηγή απόληψης τού χλωριούχου καλίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sylvinite < sylvin (βλ. λ. συλβίνης) + κατάλ. -ite].
Dictionary of Greek. 2013.